σχέδιον

σχέδιον
σχέδιος
near
masc acc sg
σχέδιος
near
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Σχεδίον — Σχεδίος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοξαράς — I Επώνυμο επτανησιακής οικογένειας με καταγωγή από τη Μάνη, μέλη της οποίας υπήρξαν γνωστοί ζωγράφοι, κληρικοί και στρατιωτικοί. 1. Δημήτριος (; – 1771). Ζωγράφος και στρατιωτικός. Ήταν γιος του Παναγιώτη (βλ. 4.) και αδελφός του Νικόλαου (βλ.… …   Dictionary of Greek

  • σχέδιο — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται οποιαδήποτε παράσταση πάνω σε μια επιφάνεια (βράχο, επιχρισμένο τοίχο, μέταλλο, ξύλο, περγαμηνή, χαρτί κλπ.) που απεικονίζεται με ένα περίγραμμα το οποίο αποτελείται από μια ή περισσότερες γραμμές· στην… …   Dictionary of Greek

  • эскиз — Через франц. esquisse – то же от ит. scizzo от лат. schedium стихотворный экспромт от греч. σχέδιον; см. Кречмер, Glotta , 10, 172; М. Любке 635 …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Karl von Utenhove — Karl (Karel, Carolus) von Utenhove, Herr van Nieuwland (* 18. März 1536 in Gent; † 31. August 1600[1] in Köln) war ein flämischer humanistischer Gelehrter (Philologe) und Dichter, der in Basel, Paris, London und am Niederrhein wirkte …   Deutsch Wikipedia

  • πρωτοσχεδής — ές και πρωτοσχέδιος, ον, Μ αυτός που έχει γραφεί εξ ολοκλήρου από το πρόχειρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + σχεδής/ σχέδιος (< σχέδη / σχέδιον), πρβλ. αυτο σχέδιος] …   Dictionary of Greek

  • σχέδη — ἡ, ΜΑ φύλλο ή πίνακας που πάνω του έγραφαν ή έκαναν υπολογισμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. scheda «σελίδα» (< λατ. schedium < σχέδιον, βλ. λ. σχέδιο). Η σημ. τής λ. έχει διαμορφωθεί κατ επίδραση τού ρ. σχίζω (λατ. scindo). Κατ άλλη άποψη,… …   Dictionary of Greek

  • σχεδάριον — τὸ, ΜΑ μικρό σχέδιο μσν. πρόχειρο σχέδιο αρχ. συνεκδ. κάθε είδος σύντομου συγγράμματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχέδιον + υποκορ. κατάλ. άριον (βλ. λ. σχέδιο)] …   Dictionary of Greek

  • σχεδουργός — ὁ, Μ επινοητής αινιγμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχέδιον «αυτοσχέδιος λόγος» + ουργός (< ἔργον*), πρβλ. τεχνουργός] …   Dictionary of Greek

  • Γκος, Αντρέ Λουί — (Louis André Gosse, 1791 – 1873). Ελβετός γιατρός και φιλέλληνας. Υπήρξε ένας από τους ιδρυτές της Εφημερίδας της Γενεύης.Σπούδασε ιατρική στο Παρίσι, όπου διακρίθηκε τόσο για τις επαγγελματικές επιδόσεις του όσο και για τις φιλελεύθερες ιδέες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”